- μονώσεως
- μονώσεω̆ς , μόνωσιςsolitarinessfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ένωση — η (AM ἕνωσις) η ενέργεια τού ενώνω, η σύνδεση ή συγχώνευση τμημάτων σε ένα, σύζευξη νεοελλ. 1. συνεργασία («η ισχύς εν τη ενώσει») 2. οργάνωση συνεργασίας προσώπων, σωματείων, επιχειρήσεων, κρατών («ένωση υπαλλήλων», «Ένωση Σοβιετικών… … Dictionary of Greek
Καραβίτης, Βασίλης — (Νέα Ορεστιάδα Έβρου 1934 –). Δικηγόρος και λογοτέχνης. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και σταδιοδρόμησε ως δικηγόρος (1957 85). Παράλληλα ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία, ενώ είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων.… … Dictionary of Greek